αρματιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρματιστής < άρμα (<άρμα μάχης) + τ + -ιστής • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρματιστής αρσενικό (θηλυκό: αρματίστρια)
- (επίσημο, στρατιωτικός όρος) μέλος πληρώματος άρματος μάχης (τανκ) ή, γενικότερα, τεθωρακισμένου στρατιωτικού οχήματος
- → δείτε και τη λέξη μαυροσκούφης (αργκό)
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρματιστής
Πηγές
επεξεργασία- αρματιστής - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας