αριστοτεχνικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αριστοτεχνικός < αριστοτέχν(ης) + -ικός. Δείτε άριστος, τέχνη
Επίθετο
επεξεργασίααριστοτεχνικός, -ή, -ό
- που έχει άριστη τεχνική
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αριστοτεχνικός
|