αριστερόστροφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αριστερόστροφος <
- αριστερά + στροφή
- (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική: left-handed metamaterials
Επίθετο επεξεργασία
αριστερόστροφος
- που, καθώς κινείται γύρω από τον εαυτό του, στρέφεται προς τα αριστερά
- χαρακτηρισμός των τεχνητά κατασκευασμένων υλικών που έχουν ηλεκτρομαγνητικές ιδιότητες αντίστροφες από τις μέχρι τώρα γνωστές στη φύση
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αριστερόστροφος