Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αριστερόστροφος η αριστερόστροφη το αριστερόστροφο
      γενική του αριστερόστροφου της αριστερόστροφης του αριστερόστροφου
    αιτιατική τον αριστερόστροφο την αριστερόστροφη το αριστερόστροφο
     κλητική αριστερόστροφε αριστερόστροφη αριστερόστροφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αριστερόστροφοι οι αριστερόστροφες τα αριστερόστροφα
      γενική των αριστερόστροφων των αριστερόστροφων των αριστερόστροφων
    αιτιατική τους αριστερόστροφους τις αριστερόστροφες τα αριστερόστροφα
     κλητική αριστερόστροφοι αριστερόστροφες αριστερόστροφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αριστερόστροφος <
  1. αριστερά + στροφή
  2. (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική: left-handed metamaterials

  Επίθετο επεξεργασία

αριστερόστροφος

  1. που, καθώς κινείται γύρω από τον εαυτό του, στρέφεται προς τα αριστερά
    • αριστερόστροφος κοχλίας: ο κοχλίας που στρέφεται προς τα αριστερά καθώς βιδώνει
  2. χαρακτηρισμός των τεχνητά κατασκευασμένων υλικών που έχουν ηλεκτρομαγνητικές ιδιότητες αντίστροφες από τις μέχρι τώρα γνωστές στη φύση

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία