↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αργυροχρυσοκεντημένος η αργυροχρυσοκεντημένη το αργυροχρυσοκεντημένο
      γενική του αργυροχρυσοκεντημένου της αργυροχρυσοκεντημένης του αργυροχρυσοκεντημένου
    αιτιατική τον αργυροχρυσοκεντημένο την αργυροχρυσοκεντημένη το αργυροχρυσοκεντημένο
     κλητική αργυροχρυσοκεντημένε αργυροχρυσοκεντημένη αργυροχρυσοκεντημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αργυροχρυσοκεντημένοι οι αργυροχρυσοκεντημένες τα αργυροχρυσοκεντημένα
      γενική των αργυροχρυσοκεντημένων των αργυροχρυσοκεντημένων των αργυροχρυσοκεντημένων
    αιτιατική τους αργυροχρυσοκεντημένους τις αργυροχρυσοκεντημένες τα αργυροχρυσοκεντημένα
     κλητική αργυροχρυσοκεντημένοι αργυροχρυσοκεντημένες αργυροχρυσοκεντημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αργυροχρυσοκεντημένος < αργυρός + -ο- + χρυσοκεντημένος

  Επίθετο

επεξεργασία

αργυροχρυσοκεντημένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία