Δείτε επίσης: ἀραβιτικός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αραβίτικος η αραβίτικη το αραβίτικο
      γενική του αραβίτικου της αραβίτικης του αραβίτικου
    αιτιατική τον αραβίτικο την αραβίτικη το αραβίτικο
     κλητική αραβίτικε αραβίτικη αραβίτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αραβίτικοι οι αραβίτικες τα αραβίτικα
      γενική των αραβίτικων των αραβίτικων των αραβίτικων
    αιτιατική τους αραβίτικους τις αραβίτικες τα αραβίτικα
     κλητική αραβίτικοι αραβίτικες αραβίτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αραβίτικος < μεσαιωνική ελληνική Ἀραβίτης + -ικος[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ɾaˈvi.ti.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ρα‐βί‐τι‐κος

  Επίθετο

επεξεργασία

αραβίτικος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. αραβίτικοςΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας