Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἀραβίτης < Ἄραψ (γεν. Ἄραβος) ή Ἀραβία + -ίτης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ἀραβίτης αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία