Ἀραβίτης
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Ἀραβίτης αρσενικό
- (εθνικό όνομα) ο κάτοικος της Αραβίας, ο Άραβας
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- Ἀραβίτης - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].