απυρόβλητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απυρόβλητος < α- στερητικό + πυρά + βάλλω = ρίχνω
Επίθετο επεξεργασία
απυρόβλητος
- αυτός που δε βάλλεται, δε χτυπιέται από τα βλήματα των εχθρικών πυροβόλων
- ↪ απυρόβλητη περιοχή, απυρόβλητο οχυρό