απρολόγητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααπρολόγητος
- που δεν έχει προλογηθεί
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- απρολόγητα
- → δείτε τις λέξεις πρόλογος, προ και λέγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία απρολόγητος
|