αποχρωματισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποχρωματισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποχρωματίζω
Μετοχή επεξεργασία
αποχρωματισμένος
- αυτός που έχει αποχρωματιστεί.
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποχρωματισμένος
|
αποχρωματισμένος
|