Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποτυπωτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Πολυλεκτικοί όροι
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αποτυπωτικ
ός
η
αποτυπωτικ
ή
το
αποτυπωτικ
ό
γενική
του
αποτυπωτικ
ού
της
αποτυπωτικ
ής
του
αποτυπωτικ
ού
αιτιατική
τον
αποτυπωτικ
ό
την
αποτυπωτικ
ή
το
αποτυπωτικ
ό
κλητική
αποτυπωτικ
έ
αποτυπωτικ
ή
αποτυπωτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αποτυπωτικ
οί
οι
αποτυπωτικ
ές
τα
αποτυπωτικ
ά
γενική
των
αποτυπωτικ
ών
των
αποτυπωτικ
ών
των
αποτυπωτικ
ών
αιτιατική
τους
αποτυπωτικ
ούς
τις
αποτυπωτικ
ές
τα
αποτυπωτικ
ά
κλητική
αποτυπωτικ
οί
αποτυπωτικ
ές
αποτυπωτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αποτυπωτικός
<
αποτυπώνω
+
-τικός
Επίθετο
επεξεργασία
αποτυπωτικός, -ή, -ό
που έχει
σχέση
με την
αποτύπωση
ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
αποτυπώνω
,
τυπώνω
και
τύπος
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία
αποτυπωτικό χαρτί
:
καρμπόν
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποτυπωτικός