Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποτυπωτικό χαρτί < αποτυπωτικό + χαρτί ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική carbon paper)

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

αποτυπωτικό χαρτί ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία