Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποτεινόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αποτεινόμεν
ος
η
αποτεινόμεν
η
το
αποτεινόμεν
ο
γενική
του
αποτεινόμεν
ου
της
αποτεινόμεν
ης
του
αποτεινόμεν
ου
αιτιατική
τον
αποτεινόμεν
ο
την
αποτεινόμεν
η
το
αποτεινόμεν
ο
κλητική
αποτεινόμεν
ε
αποτεινόμεν
η
αποτεινόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αποτεινόμεν
οι
οι
αποτεινόμεν
ες
τα
αποτεινόμεν
α
γενική
των
αποτεινόμεν
ων
των
αποτεινόμεν
ων
των
αποτεινόμεν
ων
αιτιατική
τους
αποτεινόμεν
ους
τις
αποτεινόμεν
ες
τα
αποτεινόμεν
α
κλητική
αποτεινόμεν
οι
αποτεινόμεν
ες
αποτεινόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
αποτεινόμενος
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
αποτείνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποτεινόμενος