αποτεθειμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποτεθειμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποθέτω
Μετοχή
επεξεργασίααποτεθειμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη αποθέτω
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποτεθειμένος
|
αποτεθειμένος, -η, -ο
|