αποσταμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίααποσταμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου αποσταίνω, κουρασμένος
- ※ Το πρώτο βράδυ που γύρισε πίσω, το παιδί κοιμότανε κιόλας αποσταμένο δίπλα στο σβησμένο τζάκι. (Δημήτρης Χατζής, Ανυπεράσπιστοι)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αποσταίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποσταμένος
|