αποσβεστήρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποσβεστήρας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίααποσβεστήρας αρσενικό
- μηχανισμός που ελαττώνει σταδιακά έναν κραδασμό, μια ταλάντωση, έναν ήχο κ.λπ. μέχρι την ολοκληρωτική εξάλειψή τους
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αποσβεστήρας