Ετυμολογία

επεξεργασία
amortisseur < amortir

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.mɔʁ.ti.sœʁ/

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό amortisseur amortisseurs
θηλυκό amortisseuse amortisseuses

amortisseur (fr)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
amortisseur amortisseurs

amortisseur (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη  amortir