αμορτισέρ
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αμορτισέρ < γαλλική amortisseur
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.moɾ.tiˈseɾ/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αμορτισέρ ουδέτερο άκλιτο
- (μηχανολογία) εξάρτημα μηχανοκίνητων οχημάτων χάρη στο οποίο αποσβένονται οι ταλαντώσεις των ελατηρίων και ελαττώνονται οι κραδασμοί, εξασφαλίζοντας έτσι τη σταθερότητα του οχήματος
- υδραυλικό / τηλεσκοπικό αμορτισέρ
- αμορτισέρ αερίου
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
- αποσβεστήρας κραδασμών
- αποσβεστήρας ταλαντώσεων
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αμορτισέρ