αμορτί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααμορτί ουδέτερο άκλιτο
- (λαϊκότροπο) (οικονομία) η απόσβεση του ποσού που ποντάρουμε σε στοίχημα, λαχείο κ.λπ., δηλαδή το κέρδισμα του ποσού του πονταρίσματος, της αξίας αγοράς του λαχείου κλπ.
- ένα λαχείο είναι η ζωή ας είναι κι αμορτί (Από το τραγούδι «Η εκδρομή» σε στίχους και μουσική Γιάννη Μηλιώκα)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αμορτί
|