Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμορτί < γαλλική amortir

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αμορτί ουδέτερο άκλιτο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία