damper
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
damper | dampers |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαdamper (en)
- συγκριτικός βαθμός του damp
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdamper (en)
- αμορτισέρ
- κάτι που χαλάει τη διάθεση
- (μουσική) η σουρντίνα (πεντάλ στο πιάνο)
- αποσβεστήρας ταλάντωσης