Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποσβεσμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αποσβεσμέν
ος
η
αποσβεσμέν
η
το
αποσβεσμέν
ο
γενική
του
αποσβεσμέν
ου
της
αποσβεσμέν
ης
του
αποσβεσμέν
ου
αιτιατική
τον
αποσβεσμέν
ο
την
αποσβεσμέν
η
το
αποσβεσμέν
ο
κλητική
αποσβεσμέν
ε
αποσβεσμέν
η
αποσβεσμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αποσβεσμέν
οι
οι
αποσβεσμέν
ες
τα
αποσβεσμέν
α
γενική
των
αποσβεσμέν
ων
των
αποσβεσμέν
ων
των
αποσβεσμέν
ων
αιτιατική
τους
αποσβεσμέν
ους
τις
αποσβεσμέν
ες
τα
αποσβεσμέν
α
κλητική
αποσβεσμέν
οι
αποσβεσμέν
ες
αποσβεσμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αποσβεσμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αποσβένω
Μετοχή
επεξεργασία
αποσβεσμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
αποσβένω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποσβεσμένος
γαλλικά
:
éteint
(fr)
,
amorti
(fr)