↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποπάγωση οι αποπαγώσεις
      γενική της αποπάγωσης* των αποπαγώσεων
    αιτιατική την αποπάγωση τις αποπαγώσεις
     κλητική αποπάγωση αποπαγώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποπαγώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποπάγωση < αποπαγώνω + -ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αποπάγωση θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία