Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποπαγώνω < απο- + παγώνω + -ση

  Ρήμα επεξεργασία

αποπαγώνω

  1. αφαιρώ τον πάγο (π.χ. από τους δρόμους που έχουν παγώσει)
  2. ξεπαγιάζω

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία