απονομισματοποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απονομισματοποίηση | οι | απονομισματοποιήσεις |
γενική | της | απονομισματοποίησης* | των | απονομισματοποιήσεων |
αιτιατική | την | απονομισματοποίηση | τις | απονομισματοποιήσεις |
κλητική | απονομισματοποίηση | απονομισματοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, απονομισματοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- απονομισματοποίηση < απο- + νόμισμα + -ο- + -ποίηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική demonetization)
Ουσιαστικό επεξεργασία
απονομισματοποίηση θηλυκό
- (νεολογισμός) (οικονομία) η απομάκρυνση από την κυκλοφορία κάποιου νομίσματος ή χαρτονομίσματος
Μεταφράσεις επεξεργασία
απονομισματοποίηση