απομυελινωτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απομυελινωτικός < απομυελίνωση + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική démyélinisant)
Επίθετο επεξεργασία
απομυελινωτικός
- (ιατρική) που έχει σχέση με την απομυελίνωση, αναφέρεται σ' αυτή ή την προκαλεί
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
απομυελινωτικός