Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απομυελίνωση οι απομυελινώσεις
      γενική της απομυελίνωσης* των απομυελινώσεων
    αιτιατική την απομυελίνωση τις απομυελινώσεις
     κλητική απομυελίνωση απομυελινώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απομυελινώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απομυελίνωση < απο- + μυελίνωση < μυελίνη < μυελός < αρχαία ελληνική μυελός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική demyelinating)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απομυελίνωση θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία