Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απομνημονευμένος η απομνημονευμένη το απομνημονευμένο
      γενική του απομνημονευμένου της απομνημονευμένης του απομνημονευμένου
    αιτιατική τον απομνημονευμένο την απομνημονευμένη το απομνημονευμένο
     κλητική απομνημονευμένε απομνημονευμένη απομνημονευμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απομνημονευμένοι οι απομνημονευμένες τα απομνημονευμένα
      γενική των απομνημονευμένων των απομνημονευμένων των απομνημονευμένων
    αιτιατική τους απομνημονευμένους τις απομνημονευμένες τα απομνημονευμένα
     κλητική απομνημονευμένοι απομνημονευμένες απομνημονευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απομνημονευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου απομνημονεύω

  Μετοχή επεξεργασία

απομνημονευμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη απομνημονεύω

  Μεταφράσεις επεξεργασία