απολλαπλασίαστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απολλαπλασίαστος < α- + πολλαπλασιάζω + -τος
Επίθετο επεξεργασία
απολλαπλασίαστος, -η, -ο
- που δεν έχει πολλαπλασιαστεί ή δεν μπορεί να πολλαπλασιαστεί
Συγγενικά επεξεργασία
- απολλαπλασίαστα
- → δείτε τις λέξεις πολλαπλασιάζω, πολλαπλάσιος και πολύς
Μεταφράσεις επεξεργασία
απολλαπλασίαστος
|