Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποδεκατισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αποδεκατισμέν
ος
η
αποδεκατισμέν
η
το
αποδεκατισμέν
ο
γενική
του
αποδεκατισμέν
ου
της
αποδεκατισμέν
ης
του
αποδεκατισμέν
ου
αιτιατική
τον
αποδεκατισμέν
ο
την
αποδεκατισμέν
η
το
αποδεκατισμέν
ο
κλητική
αποδεκατισμέν
ε
αποδεκατισμέν
η
αποδεκατισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αποδεκατισμέν
οι
οι
αποδεκατισμέν
ες
τα
αποδεκατισμέν
α
γενική
των
αποδεκατισμέν
ων
των
αποδεκατισμέν
ων
των
αποδεκατισμέν
ων
αιτιατική
τους
αποδεκατισμέν
ους
τις
αποδεκατισμέν
ες
τα
αποδεκατισμέν
α
κλητική
αποδεκατισμέν
οι
αποδεκατισμέν
ες
αποδεκατισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αποδεκατισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αποδεκατίζω
Μετοχή
επεξεργασία
αποδεκατισμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
αποδεκατίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποδεκατισμένος
γαλλικά
:
décimé
(fr)