Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποασυλοποίηση οι αποασυλοποιήσεις
      γενική της αποασυλοποίησης* των αποασυλοποιήσεων
    αιτιατική την αποασυλοποίηση τις αποασυλοποιήσεις
     κλητική αποασυλοποίηση αποασυλοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποασυλοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποασυλοποίηση < απο- + ασυλοποίηση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποασυλοποίηση θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία