Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απλοποιητικός η απλοποιητική το απλοποιητικό
      γενική του απλοποιητικού της απλοποιητικής του απλοποιητικού
    αιτιατική τον απλοποιητικό την απλοποιητική το απλοποιητικό
     κλητική απλοποιητικέ απλοποιητική απλοποιητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απλοποιητικοί οι απλοποιητικές τα απλοποιητικά
      γενική των απλοποιητικών των απλοποιητικών των απλοποιητικών
    αιτιατική τους απλοποιητικούς τις απλοποιητικές τα απλοποιητικά
     κλητική απλοποιητικοί απλοποιητικές απλοποιητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απλοποιητικός < απλοποιώ + -τικός

  Επίθετο επεξεργασία

απλοποιητικός, -ή, -ό

  • που κάνει κάτι πιο απλό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία