Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απλοποιητικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
απλοποιητικ
ός
η
απλοποιητικ
ή
το
απλοποιητικ
ό
γενική
του
απλοποιητικ
ού
της
απλοποιητικ
ής
του
απλοποιητικ
ού
αιτιατική
τον
απλοποιητικ
ό
την
απλοποιητικ
ή
το
απλοποιητικ
ό
κλητική
απλοποιητικ
έ
απλοποιητικ
ή
απλοποιητικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
απλοποιητικ
οί
οι
απλοποιητικ
ές
τα
απλοποιητικ
ά
γενική
των
απλοποιητικ
ών
των
απλοποιητικ
ών
των
απλοποιητικ
ών
αιτιατική
τους
απλοποιητικ
ούς
τις
απλοποιητικ
ές
τα
απλοποιητικ
ά
κλητική
απλοποιητικ
οί
απλοποιητικ
ές
απλοποιητικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
απλοποιητικός
<
απλοποιώ
+
-τικός
Επίθετο
επεξεργασία
απλοποιητικός, -ή, -ό
που κάνει κάτι πιο
απλό
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
απλοποιώ
,
απλός
και
ποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απλοποιητικός
αγγλικά
:
simplifying
(en)