Δείτε επίσης: απογραφικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απλογραφικός η απλογραφική το απλογραφικό
      γενική του απλογραφικού της απλογραφικής του απλογραφικού
    αιτιατική τον απλογραφικό την απλογραφική το απλογραφικό
     κλητική απλογραφικέ απλογραφική απλογραφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απλογραφικοί οι απλογραφικές τα απλογραφικά
      γενική των απλογραφικών των απλογραφικών των απλογραφικών
    αιτιατική τους απλογραφικούς τις απλογραφικές τα απλογραφικά
     κλητική απλογραφικοί απλογραφικές απλογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απλογραφικός < απλογραφ(ία) + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

απλογραφικός, -ή, -ό

  1. (λογιστική) που έχει σχέση με την απλογραφία ή αναφέρεται σ' αυτή
    ※  Εφόσον η επιχείρηση δεν συντάσσει ισολογισμό, δύναται, αντί του διπλογραφικού λογιστικού συστήματος, να χρησιμοποιεί ένα κατάλληλο απλογραφικό λογιστικό σύστημα (τήρηση του γνωστού βιβλίου εσόδων – εξόδων) για την παρακολούθηση των συναλλαγών και μεταβολών των περιουσιακών στοιχείων[1]
     αντώνυμα: διπλογραφικός
  2. (φιλολογία) που έχει σχέση με την απλογραφία ή αναφέρεται σ' αυτή

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία