Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απλαστογράφητος η απλαστογράφητη το απλαστογράφητο
      γενική του απλαστογράφητου της απλαστογράφητης του απλαστογράφητου
    αιτιατική τον απλαστογράφητο την απλαστογράφητη το απλαστογράφητο
     κλητική απλαστογράφητε απλαστογράφητη απλαστογράφητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απλαστογράφητοι οι απλαστογράφητες τα απλαστογράφητα
      γενική των απλαστογράφητων των απλαστογράφητων των απλαστογράφητων
    αιτιατική τους απλαστογράφητους τις απλαστογράφητες τα απλαστογράφητα
     κλητική απλαστογράφητοι απλαστογράφητες απλαστογράφητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απλαστογράφητος < α- + πλαστογραφώ + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

απλαστογράφητος

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • απλαστογράφητος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)