Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πλαστογραφημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Αντώνυμα
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πλαστογραφημέν
ος
η
πλαστογραφημέν
η
το
πλαστογραφημέν
ο
γενική
του
πλαστογραφημέν
ου
της
πλαστογραφημέν
ης
του
πλαστογραφημέν
ου
αιτιατική
τον
πλαστογραφημέν
ο
την
πλαστογραφημέν
η
το
πλαστογραφημέν
ο
κλητική
πλαστογραφημέν
ε
πλαστογραφημέν
η
πλαστογραφημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πλαστογραφημέν
οι
οι
πλαστογραφημέν
ες
τα
πλαστογραφημέν
α
γενική
των
πλαστογραφημέν
ων
των
πλαστογραφημέν
ων
των
πλαστογραφημέν
ων
αιτιατική
τους
πλαστογραφημέν
ους
τις
πλαστογραφημέν
ες
τα
πλαστογραφημέν
α
κλητική
πλαστογραφημέν
οι
πλαστογραφημέν
ες
πλαστογραφημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
πλαστογραφημένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
πλαστογραφώ
Αντώνυμα
επεξεργασία
απλαστογράφητος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πλαστογραφημένος
γαλλικά
:
falsifié
(fr)