↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απευαισθητοποιημένος η απευαισθητοποιημένη το απευαισθητοποιημένο
      γενική του απευαισθητοποιημένου της απευαισθητοποιημένης του απευαισθητοποιημένου
    αιτιατική τον απευαισθητοποιημένο την απευαισθητοποιημένη το απευαισθητοποιημένο
     κλητική απευαισθητοποιημένε απευαισθητοποιημένη απευαισθητοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απευαισθητοποιημένοι οι απευαισθητοποιημένες τα απευαισθητοποιημένα
      γενική των απευαισθητοποιημένων των απευαισθητοποιημένων των απευαισθητοποιημένων
    αιτιατική τους απευαισθητοποιημένους τις απευαισθητοποιημένες τα απευαισθητοποιημένα
     κλητική απευαισθητοποιημένοι απευαισθητοποιημένες απευαισθητοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απευαισθητοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου απευαισθητοποιώ

απευαισθητοποιημένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη απευαισθητοποιώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία