Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απεκδεχόμενος η απεκδεχόμενη το απεκδεχόμενο
      γενική του απεκδεχόμενου της απεκδεχόμενης του απεκδεχόμενου
    αιτιατική τον απεκδεχόμενο την απεκδεχόμενη το απεκδεχόμενο
     κλητική απεκδεχόμενε απεκδεχόμενη απεκδεχόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απεκδεχόμενοι οι απεκδεχόμενες τα απεκδεχόμενα
      γενική των απεκδεχόμενων των απεκδεχόμενων των απεκδεχόμενων
    αιτιατική τους απεκδεχόμενους τις απεκδεχόμενες τα απεκδεχόμενα
     κλητική απεκδεχόμενοι απεκδεχόμενες απεκδεχόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

απεκδεχόμενος



  Μεταφράσεις επεξεργασία