απεκδέχομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απεκδέχομαι < (ελληνιστική κοινή) ἀπεκδέχομαι
Ρήμα
επεξεργασίααπεκδέχομαι
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απεκδέχομαι | απεκδεχόμουν(α) | θα απεκδέχομαι | να απεκδέχομαι | ||
β' ενικ. | απεκδέχεσαι | απεκδεχόσουν(α) | θα απεκδέχεσαι | να απεκδέχεσαι | (απεκδέχου) | |
γ' ενικ. | απεκδέχεται | απεκδεχόταν(ε) | θα απεκδέχεται | να απεκδέχεται | ||
α' πληθ. | απεκδεχόμαστε | απεκδεχόμαστε απεκδεχόμασταν |
θα απεκδεχόμαστε | να απεκδεχόμαστε | ||
β' πληθ. | απεκδέχεστε | απεκδεχόσαστε απεκδεχόσασταν |
θα απεκδέχεστε | να απεκδέχεστε | (απεκδέχεστε) | |
γ' πληθ. | απεκδέχονται | απεκδέχονταν απεκδεχόντουσαν |
θα απεκδέχονται | να απεκδέχονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απεκδέχτηκα | θα απεκδεχτώ | να απεκδεχτώ | απεκδεχτεί | ||
β' ενικ. | απεκδέχτηκες | θα απεκδεχτείς | να απεκδεχτείς | απεκδέξου | ||
γ' ενικ. | απεκδέχτηκε | θα απεκδεχτεί | να απεκδεχτεί | |||
α' πληθ. | απεκδεχτήκαμε | θα απεκδεχτούμε | να απεκδεχτούμε | |||
β' πληθ. | απεκδεχτήκατε | θα απεκδεχτείτε | να απεκδεχτείτε | απεκδεχτείτε | ||
γ' πληθ. | απεκδέχτηκαν απεκδεχτήκαν(ε) |
θα απεκδεχτούν(ε) | να απεκδεχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω απεκδεχτεί | είχα απεκδεχτεί | θα έχω απεκδεχτεί | να έχω απεκδεχτεί | απεκδεγμένος | |
β' ενικ. | έχεις απεκδεχτεί | είχες απεκδεχτεί | θα έχεις απεκδεχτεί | να έχεις απεκδεχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει απεκδεχτεί | είχε απεκδεχτεί | θα έχει απεκδεχτεί | να έχει απεκδεχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε απεκδεχτεί | είχαμε απεκδεχτεί | θα έχουμε απεκδεχτεί | να έχουμε απεκδεχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε απεκδεχτεί | είχατε απεκδεχτεί | θα έχετε απεκδεχτεί | να έχετε απεκδεχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν απεκδεχτεί | είχαν απεκδεχτεί | θα έχουν απεκδεχτεί | να έχουν απεκδεχτεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία απεκδέχομαι
|