Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απειρότεχνος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ἀπειρότεχνος
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
απειρότεχν
ος
η
απειρότεχν
η
το
απειρότεχν
ο
γενική
του
απειρότεχν
ου
της
απειρότεχν
ης
του
απειρότεχν
ου
αιτιατική
τον
απειρότεχν
ο
την
απειρότεχν
η
το
απειρότεχν
ο
κλητική
απειρότεχν
ε
απειρότεχν
η
απειρότεχν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
απειρότεχν
οι
οι
απειρότεχν
ες
τα
απειρότεχν
α
γενική
των
απειρότεχν
ων
των
απειρότεχν
ων
των
απειρότεχν
ων
αιτιατική
τους
απειρότεχν
ους
τις
απειρότεχν
ες
τα
απειρότεχν
α
κλητική
απειρότεχν
οι
απειρότεχν
ες
απειρότεχν
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
απειρότεχνος
< (
ελληνιστική κοινή
)
ἀπειρότεχνος
Επίθετο
επεξεργασία
απειρότεχνος, -η, -ο
που δεν έχει
ιδέα
από
τέχνη
(
κατ’ επέκταση
)
αδέξιος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
πείρα
και
τέχνη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απειρότεχνος
αγγλικά
:
unskilful
(en)