απειρότεχνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απειρότεχνος < (ελληνιστική κοινή) ἀπειρότεχνος
Επίθετο
επεξεργασίααπειρότεχνος, -η, -ο
- που δεν έχει ιδέα από τέχνη
- (κατ’ επέκταση) αδέξιος
Δείτε επίσης : ἀπειρότεχνος |
απειρότεχνος, -η, -ο