απειράγαθος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απειράγαθος < (ελληνιστική κοινή) ἀπειράγαθος
Επίθετο επεξεργασία
απειράγαθος, -η, -ο
Συγγενικά επεξεργασία
- απειραγάθως
- → δείτε τις λέξεις άπειρος και αγαθός
Μεταφράσεις επεξεργασία
απειράγαθος
|