απείρακτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απείρακτος < απείραχτος με λόγια επίδραση [xt] > [kt] (α- + (πειράζω) πειρακ- + -τος) [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈpi.ɾa.ktos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πεί‐ρα‐κτος
Επίθετο επεξεργασία
απείρακτος, -η, -ο
- άλλη μορφή του απείραχτος [2]
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
απείρακτος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ απείραχτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ απείραγος, απείραχτος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας