Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απατεώνικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
απατεώνικ
ος
η
απατεώνικ
η
το
απατεώνικ
ο
γενική
του
απατεώνικ
ου
της
απατεώνικ
ης
του
απατεώνικ
ου
αιτιατική
τον
απατεώνικ
ο
την
απατεώνικ
η
το
απατεώνικ
ο
κλητική
απατεώνικ
ε
απατεώνικ
η
απατεώνικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
απατεώνικ
οι
οι
απατεώνικ
ες
τα
απατεώνικ
α
γενική
των
απατεώνικ
ων
των
απατεώνικ
ων
των
απατεώνικ
ων
αιτιατική
τους
απατεώνικ
ους
τις
απατεώνικ
ες
τα
απατεώνικ
α
κλητική
απατεώνικ
οι
απατεώνικ
ες
απατεώνικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
απατεώνικος
<
απατεών(ας)
+
-ικος
Επίθετο
επεξεργασία
απατεώνικος, -η, -ο
που σχετίζεται με τον
απατεώνα
ή την
απατεωνιά
ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συνώνυμα
επεξεργασία
κατεργάρικος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
απατεώνας
και
απάτη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απατεώνικος
αγγλικά
:
deceitful
(en)
,
knavish
(en)