Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απαρνούμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
απαρνούμεν
ος
η
απαρνούμεν
η
το
απαρνούμεν
ο
γενική
του
απαρνούμεν
ου
της
απαρνούμεν
ης
του
απαρνούμεν
ου
αιτιατική
τον
απαρνούμεν
ο
την
απαρνούμεν
η
το
απαρνούμεν
ο
κλητική
απαρνούμεν
ε
απαρνούμεν
η
απαρνούμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
απαρνούμεν
οι
οι
απαρνούμεν
ες
τα
απαρνούμεν
α
γενική
των
απαρνούμεν
ων
των
απαρνούμεν
ων
των
απαρνούμεν
ων
αιτιατική
τους
απαρνούμεν
ους
τις
απαρνούμεν
ες
τα
απαρνούμεν
α
κλητική
απαρνούμεν
οι
απαρνούμεν
ες
απαρνούμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
απαρνούμενος
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
απαρνιέμαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απαρνούμενος
αγγλικά
:
renouncing
(en)
,
rejecting
(en)