Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απαισιόμορφος η απαισιόμορφη το απαισιόμορφο
      γενική του απαισιόμορφου της απαισιόμορφης του απαισιόμορφου
    αιτιατική τον απαισιόμορφο την απαισιόμορφη το απαισιόμορφο
     κλητική απαισιόμορφε απαισιόμορφη απαισιόμορφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απαισιόμορφοι οι απαισιόμορφες τα απαισιόμορφα
      γενική των απαισιόμορφων των απαισιόμορφων των απαισιόμορφων
    αιτιατική τους απαισιόμορφους τις απαισιόμορφες τα απαισιόμορφα
     κλητική απαισιόμορφοι απαισιόμορφες απαισιόμορφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απαισιόμορφος < (καθαρεύουσα) ἀπαισιόμορφος, -ος, -ον. Αναλύεται σε απαίσι(ος) + -ό- + -μορφος (μορφή)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.pe.siˈo.moɾ.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐παι‐σι‐ό‐μορ‐φος

  Επίθετο επεξεργασία

απαισιόμορφος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία