απαισιόμορφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απαισιόμορφος < (καθαρεύουσα) ἀπαισιόμορφος, -ος, -ον. Αναλύεται σε απαίσι(ος) + -ό- + -μορφος (μορφή)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.pe.siˈo.moɾ.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐παι‐σι‐ό‐μορ‐φος
Επίθετο
επεξεργασίααπαισιόμορφος, -η, -ο
- (σπάνιο) που έχει απαίσια, αποκρουστική μορφή
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία απαισιόμορφος
|
Πηγές
επεξεργασία- «ἀπαισιόμορφος» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .