Δείτε επίσης: απετάλωτος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απέταλος η απέταλη το απέταλο
      γενική του απέταλου της απέταλης του απέταλου
    αιτιατική τον απέταλο την απέταλη το απέταλο
     κλητική απέταλε απέταλη απέταλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απέταλοι οι απέταλες τα απέταλα
      γενική των απέταλων των απέταλων των απέταλων
    αιτιατική τους απέταλους τις απέταλες τα απέταλα
     κλητική απέταλοι απέταλες απέταλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απέταλος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική apétale < α- + αρχαία ελληνική πέταλον

  Επίθετο επεξεργασία

απέταλος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία