αξιοθησαύριστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
αξιοθησαύριστος, -η, -ο
- που αξίζει να τον έχει κανείς (σαν θησαυρό)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αξιοθησαύριστος
|
αξιοθησαύριστος, -η, -ο
|