↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αξεμάτιαστος η αξεμάτιαστη το αξεμάτιαστο
      γενική του αξεμάτιαστου της αξεμάτιαστης του αξεμάτιαστου
    αιτιατική τον αξεμάτιαστο την αξεμάτιαστη το αξεμάτιαστο
     κλητική αξεμάτιαστε αξεμάτιαστη αξεμάτιαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αξεμάτιαστοι οι αξεμάτιαστες τα αξεμάτιαστα
      γενική των αξεμάτιαστων των αξεμάτιαστων των αξεμάτιαστων
    αιτιατική τους αξεμάτιαστους τις αξεμάτιαστες τα αξεμάτιαστα
     κλητική αξεμάτιαστοι αξεμάτιαστες αξεμάτιαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αξεμάτιαστος < α- στερητικό + (ξεματιάζω) ξεματιασ- + -τος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.kseˈma.tça.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ξε‐μά‐τια‐στπς

  Επίθετο

επεξεργασία

αξεμάτιαστος, -η, -ο

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία