αξεμάτιαστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.kseˈma.tça.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ξε‐μά‐τια‐στπς
Επίθετο
επεξεργασίααξεμάτιαστος, -η, -ο
- που δεν τον έχουν ξεματιάσει ή δεν μπορούν να τον ξεματιάσουν
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αξεμάτιαστος
|