Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεματιάζω < ξε- + ματιάζω

ξεματιάζω

  • εκτελώ όλες τις ενέργειες (σταυρώνω, λέω μια μυστική ευχή κ.λπ.) που πιστεύεται ότι απαιτούνται για να απαλλάξω κάποιον από το μάτιασμα, τη βασκανία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία


  Μεταφράσεις

επεξεργασία