Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεματιάζω < ξε- + ματιάζω

  Ρήμα επεξεργασία

ξεματιάζω

  • εκτελώ όλες τις ενέργειες (σταυρώνω, λέω μια μυστική ευχή κ.λπ.) που πιστεύεται ότι απαιτούνται για να απαλλάξω κάποιον από το μάτιασμα, τη βασκανία

Συνώνυμα επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία


Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία