ξεματιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξεματιάζω
- εκτελώ όλες τις ενέργειες (σταυρώνω, λέω μια μυστική ευχή κ.λπ.) που πιστεύεται ότι απαιτούνται για να απαλλάξω κάποιον από το μάτιασμα, τη βασκανία
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασία
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεματιάζω | ξεμάτιαζα | θα ξεματιάζω | να ξεματιάζω | ξεματιάζοντας | |
β' ενικ. | ξεματιάζεις | ξεμάτιαζες | θα ξεματιάζεις | να ξεματιάζεις | ξεμάτιαζε | |
γ' ενικ. | ξεματιάζει | ξεμάτιαζε | θα ξεματιάζει | να ξεματιάζει | ||
α' πληθ. | ξεματιάζουμε | ξεματιάζαμε | θα ξεματιάζουμε | να ξεματιάζουμε | ||
β' πληθ. | ξεματιάζετε | ξεματιάζατε | θα ξεματιάζετε | να ξεματιάζετε | ξεματιάζετε | |
γ' πληθ. | ξεματιάζουν(ε) | ξεμάτιαζαν ξεματιάζαν(ε) |
θα ξεματιάζουν(ε) | να ξεματιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεμάτιασα | θα ξεματιάσω | να ξεματιάσω | ξεματιάσει | ||
β' ενικ. | ξεμάτιασες | θα ξεματιάσεις | να ξεματιάσεις | ξεμάτιασε | ||
γ' ενικ. | ξεμάτιασε | θα ξεματιάσει | να ξεματιάσει | |||
α' πληθ. | ξεματιάσαμε | θα ξεματιάσουμε | να ξεματιάσουμε | |||
β' πληθ. | ξεματιάσατε | θα ξεματιάσετε | να ξεματιάσετε | ξεματιάστε | ||
γ' πληθ. | ξεμάτιασαν ξεματιάσαν(ε) |
θα ξεματιάσουν(ε) | να ξεματιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεματιάσει | είχα ξεματιάσει | θα έχω ξεματιάσει | να έχω ξεματιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεματιάσει | είχες ξεματιάσει | θα έχεις ξεματιάσει | να έχεις ξεματιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεματιάσει | είχε ξεματιάσει | θα έχει ξεματιάσει | να έχει ξεματιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεματιάσει | είχαμε ξεματιάσει | θα έχουμε ξεματιάσει | να έχουμε ξεματιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεματιάσει | είχατε ξεματιάσει | θα έχετε ξεματιάσει | να έχετε ξεματιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεματιάσει | είχαν ξεματιάσει | θα έχουν ξεματιάσει | να έχουν ξεματιάσει |
|