ανυπόφερτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανυπόφερτος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀνυπόφερτος. Συγχρονικά αναλύεται σε αν- (α- στερητικό) + υποφέρω + -τος
Επίθετο
επεξεργασίαανυπόφερτος, -η, -ο
- που δεν υποφέρεται
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ανυπόφορος
- ※ Κάμα ανυπόφερτο κάνει τη θάλασσα να ανασαίνει βαριά. (Ασημάκης Πανσέληνος (1974). Τότε που ζούσαμε [αναμνήσεις])
Παράγωγα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανυπόφερτος
|