Δείτε επίσης: ἀνυπόφερτος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανυπόφερτος η ανυπόφερτη το ανυπόφερτο
      γενική του ανυπόφερτου της ανυπόφερτης του ανυπόφερτου
    αιτιατική τον ανυπόφερτο την ανυπόφερτη το ανυπόφερτο
     κλητική ανυπόφερτε ανυπόφερτη ανυπόφερτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανυπόφερτοι οι ανυπόφερτες τα ανυπόφερτα
      γενική των ανυπόφερτων των ανυπόφερτων των ανυπόφερτων
    αιτιατική τους ανυπόφερτους τις ανυπόφερτες τα ανυπόφερτα
     κλητική ανυπόφερτοι ανυπόφερτες ανυπόφερτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανυπόφερτος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀνυπόφερτος. Συγχρονικά αναλύεται σε αν- (α- στερητικό) + υποφέρω + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

ανυπόφερτος, -η, -ο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία