↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανυπόσχετος η ανυπόσχετη το ανυπόσχετο
      γενική του ανυπόσχετου της ανυπόσχετης του ανυπόσχετου
    αιτιατική τον ανυπόσχετο την ανυπόσχετη το ανυπόσχετο
     κλητική ανυπόσχετε ανυπόσχετη ανυπόσχετο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανυπόσχετοι οι ανυπόσχετες τα ανυπόσχετα
      γενική των ανυπόσχετων των ανυπόσχετων των ανυπόσχετων
    αιτιατική τους ανυπόσχετους τις ανυπόσχετες τα ανυπόσχετα
     κλητική ανυπόσχετοι ανυπόσχετες ανυπόσχετα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανυπόσχετος < αν- + υπόσχομαι + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

ανυπόσχετος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία