↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιχαλαζικός η αντιχαλαζική το αντιχαλαζικό
      γενική του αντιχαλαζικού της αντιχαλαζικής του αντιχαλαζικού
    αιτιατική τον αντιχαλαζικό την αντιχαλαζική το αντιχαλαζικό
     κλητική αντιχαλαζικέ αντιχαλαζική αντιχαλαζικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιχαλαζικοί οι αντιχαλαζικές τα αντιχαλαζικά
      γενική των αντιχαλαζικών των αντιχαλαζικών των αντιχαλαζικών
    αιτιατική τους αντιχαλαζικούς τις αντιχαλαζικές τα αντιχαλαζικά
     κλητική αντιχαλαζικοί αντιχαλαζικές αντιχαλαζικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιχαλαζικός < αντί και χαλάζι και -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

αντιχαλαζικός

  1. εκείνος που προστατεύει την αγροτική παραγωγή από το χαλάζι
    αντιχαλαζικό δίχτυ
    αντιχαλαζικά κανόνια ηχοβολής


  Μεταφράσεις

επεξεργασία