ηχοβολή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ηχοβολή | οι | ηχοβολές |
γενική | της | ηχοβολής | των | ηχοβολών |
αιτιατική | την | ηχοβολή | τις | ηχοβολές |
κλητική | ηχοβολή | ηχοβολές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαηχοβολή θηλυκό